πολλαπλοῦ

πολλαπλοῦ
πολλαπλόος
manifold
masc voc sg (attic)
πολλαπλόος
manifold
masc/neut gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • μελφαλάνη — η (φαρμ.) κυτταροστατικό που χρησιμοποιείται κυρίως στη θεραπεία τού πολλαπλού μυελώματος …   Dictionary of Greek

  • τριγωνομετρία — Κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με το θεμελιώδες πρόβλημα του υπολογισμού όλων των στοιχείων ενός τριγώνου, όταν μας είναι γνωστά μερικά από αυτά, αλλά ικανά να το προσδιορίσουν. Επειδή τα τρίγωνα διακρίνονται σε επίπεδα και σφαιρικά, γι’… …   Dictionary of Greek

  • ανώμαλο σημείο — Ο όρος συναντάται στη μαθηματική ανάλυση όταν πρόκειται για μια συνάρτηση και στη γεωμετρία όταν πρόκειται για μια καμπύλη ή μια επιφάνεια. Σε ένα τέτοιο σημείο η συνάρτηση, αντίστοιχα η καμπύλη (ή η επιφάνεια) παρουσιάζουν μια ιδιότυπη… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… …   Dictionary of Greek

  • προσωκρατικοί — Έτσι ονομάζονται οι Έλληνες φιλόσοφοι που έζησαν πριν από τον Σωκράτη, δηλαδή μεταξύ 7ου και 5ου αι. π.Χ. Ο χαρακτηρισμός αυτός επικράτησε στη συνήθη χρήση, κυρίως γιατί για πολύ καιρό υπήρχε η γνώμη ότι ήταν δικαιολογημένος όχι μόνο από… …   Dictionary of Greek

  • Σεζάν, Πωλ — (Cezanne). Γάλλος ζωγράφος (Αιξ αν Προβάνς 1839 1906), ένας από τους μεγαλύτερους εκπρόσωπους της ευρωπαϊκής ζωγραφικής, που τοποθετείται μεταξύ του εμπρεσιονιστικού και των νεώτερων κινημάτων ξεκινώντας από τον κυβισμό. Για τον τελευταίο, ο Σ.… …   Dictionary of Greek

  • Σουχόι, Πάβελ Οσίποβιτς — Σοβιετικός κατασκευαστής αεροπλάνων (1895 1975). Σπούδασε στην Ανώτερη Τεχνική Σχολή της Μόσχας και εργάστηκε ως μηχανικός κατασκευαστής στο κεντρικό αεροδυναμικό ίδρυμα «Ν. Ε. Ζουκόφσκι», κάτω από τη διεύθυνση του A. M. Τούπολεφ. Σχεδίασε τα… …   Dictionary of Greek

  • πολλαπλότητα — η η ιδιότητα του πολλαπλού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”